υφέν

υφέν
ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ' ἕν Α
επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν
(αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τόν συνδέσει με τον αρχικό τής επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για μια σύνθετη λέξη και όχι για δύο αυτοτελείς λέξεις, λ.χ. Ελλήσποντος και όχι Έλλης πόντος, Διόσκουροι και όχι Διός κούροι
νεοελλ.
γραμμ. (με θηλ. άρθρ. και ως ουσ.) σημείο που τίθεται κάτω από δύο φωνήεντα ή διφθόγγους προκειμένου να δηλώσει τη συνεκφώνησή τους, λ.χ. νιός, Παναγιά, γιατί κ.ά.
μσν.
μουσ.
1. σημείο που δήλωνε τη συνεκφώνηση δύο φθόγγων
2. σημείο που δήλωνε τη σύνδεση δύο χαρακτήρων σε μία χρονική αξία
αρχ.
(ως επίρρ.) μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφ' ἕν < ὑπό + ἕν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑφέν — ὑφίημι let down aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …   Dictionary of Greek

  • ԵՆԹԱՄՆԱՅ — (ի, իւ.) NBH 1 0659 Chronological Sequence: 13c գ. ὐφέν subunio Գիծ ձգեալ ի ստորէ բառից բարդելոց՝ մանաւանդ առանց ա տառի, ի նշանակ զօդելոյ. որպէս եւ ի յօդել զբառն հատուածեալ ի տողադարձս. զորօրինակ բարձ ընտիր, նոյ ընծայ, օրէնս ուսոյց. եւ ա րեւ, ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”